- σπαχής
- σπαχής, ο και σπαής, ο(λ. τουρκ.), ιππέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπαχής — Ονομασία ατάκτων Τούρκων ιππέων. Στα χρόνια της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζονταν σαν φεουδάρχες, ιδιοκτήτες στρατιωτικών κυρίως φέουδων, τα οποία τους παραχωρούνταν από το κράτος, μετά την κατάκτηση χριστιανικών χωρών. Οι σ.… … Dictionary of Greek
σπαής — ο, Ν βλ. σπαχής … Dictionary of Greek
Βαρσαμής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης. Καταγόταν από την Ύδρα. Πολέμησε ως ναυτικός στη θάλασσα αλλά πήρε μέρος και σε μάχες της ξηράς. Από το 1821 έως το 1824 αγωνίστηκε με σπάνια αυταπάρνηση και διακρίθηκε ως μπουρλοτιέρης. Το 1824, στον… … Dictionary of Greek